τερατοσκόπος

τερατοσκόπος
-ου N 2 1-0-1-0-0=2 Dt 18,11; Zech 3,8
observer of wonders; see τέρας
Cf. DOGNIEZ 1992, 50; LEE, J. 1983, 33; →NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τερατοσκόπος — observer of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατοσκόπος — ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α (στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τερατοσκόπε — τερατοσκόπος observer of masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατοσκόποι — τερατοσκόπος observer of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατοσκόποις — τερατοσκόπος observer of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατοσκόπον — τερατοσκόπος observer of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατοσκόπου — τερατοσκόπος observer of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατοσκόπους — τερατοσκόπος observer of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατοσκόπων — τερατοσκόπος observer of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατοσκόπῳ — τερατοσκόπος observer of masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”